Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


edelweiss  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [edelˈvajs], [ˈedelvajs]

εντελβάις (φυτό Άλπεων)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  edace edema  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ecumenico (επίθ.)
ecumenismo (ουσ αρσ )
eczema (ουσ αρσ )
eczematoso (αρσ. επίθ και ουσ)
edace (επίθ.)
edelweiss (ουσ αρσ )
edema (ουσ αρσ )
edematico (επίθ.)
edematoso (αρσ. επίθ και ουσ)
eden (ουσ αρσ )
edenico (επίθ.)
edera (θηλ.ουσ)
edicola (θηλ.ουσ)
edicolante (ουσ αρσ και θηλ.)
edicolista (ουσ αρσ και θηλ.)
edificabile (επίθ.)
edificante (επίθ.)
edificare (ρ. μτβ.)
edificarsi (ρ.μ. (αντων.))
edificatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---