edificazióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [edifikatˈtsjone]
1 εποικοδόμηση
2 κτίση
3 διάπλαση
4 εποικοδόμηση ηθική
5 ανοικοδόμηση
6 δόμηση
7 κτίσιμο
8 διαπαιδαγώγηση
9 οικοδόμηση
10 παιδαγώγηση
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [edifikatˈtsjone]
1 εποικοδόμηση
2 κτίση
3 διάπλαση
4 εποικοδόμηση ηθική
5 ανοικοδόμηση
6 δόμηση
7 κτίσιμο
8 διαπαιδαγώγηση
9 οικοδόμηση
10 παιδαγώγηση
permalink
edificazione (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android