Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


editorialìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [editorjaˈlista]

αρθρογράφος κύριου άρθρου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  editoriale edittale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

edito (επίθ.)
editore (ουσ αρσ )
editoria (θηλ.ουσ)
editoriale (ουσ αρσ )
editoriale (επίθ.)
editorialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
edittale (επίθ.)
editto (ουσ αρσ )
edizione (θηλ.ουσ)
edochiano (αρσ. επίθ και ουσ)
edonismo (ουσ αρσ )
edonista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
edonistico (επίθ.)
edotto (επίθ.)
edredone (ουσ αρσ )
educabile (επίθ.)
educanda (θηλ.ουσ)
educandato (ουσ αρσ )
educare (ρ. μτβ.)
educatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---