Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


edochiàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [edoˈkjano]

κάτοικος του Τόκιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  edizione edonismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

editoriale (επίθ.)
editorialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
edittale (επίθ.)
editto (ουσ αρσ )
edizione (θηλ.ουσ)
edochiano (αρσ. επίθ και ουσ)
edonismo (ουσ αρσ )
edonista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
edonistico (επίθ.)
edotto (επίθ.)
edredone (ουσ αρσ )
educabile (επίθ.)
educanda (θηλ.ουσ)
educandato (ουσ αρσ )
educare (ρ. μτβ.)
educatamente (επίρ.)
educativo (επίθ.)
educato (επίθ.)
educatore (ουσ αρσ )
educazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---