Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


edìle, èdile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈdile], [ˈɛdile]

1 οικοδόμος
2 εργαζόμενος σε οικοδομική βιομηχανία

edìle, èdile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eˈdile], [ˈɛdile]

οικοδομικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  edificio edilizia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

edificatore (ουσ αρσ )
edificatore (επίθ.)
edificatorio (επίθ.)
edificazione (θηλ.ουσ)
edificio (ουσ αρσ )
edile (ουσ αρσ )
edile (επίθ.)
edilizia (θηλ.ουσ)
edilizio (επίθ.)
Edimburgo (κύρ.όν. αρσ.)
edipico (επίθ.)
edipo (ουσ αρσ )
edito (επίθ.)
editore (ουσ αρσ )
editoria (θηλ.ουσ)
editoriale (ουσ αρσ )
editoriale (επίθ.)
editorialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
edittale (επίθ.)
editto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---