Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


edìpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈdipo]

ο Οιδίποδας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  edipico edito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

edile (επίθ.)
edilizia (θηλ.ουσ)
edilizio (επίθ.)
Edimburgo (κύρ.όν. αρσ.)
edipico (επίθ.)
edipo (ουσ αρσ )
edito (επίθ.)
editore (ουσ αρσ )
editoria (θηλ.ουσ)
editoriale (ουσ αρσ )
editoriale (επίθ.)
editorialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
edittale (επίθ.)
editto (ουσ αρσ )
edizione (θηλ.ουσ)
edochiano (αρσ. επίθ και ουσ)
edonismo (ουσ αρσ )
edonista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
edonistico (επίθ.)
edotto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---