Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dominàbile (επίθ.) donchisciottésco (επίθ.)
dominànte (θηλ.ουσ) donchisciottìsmo (ουσ αρσ )
dominànte (επίθ.) dónde (επίρ.)
dominànza (θηλ.ουσ) dondolaménto (ουσ αρσ )
dominàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) dondolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dominarsi (ρ.μ. (αντων.)) dondolarsi (ρ.μ. (αντων.))
dominatóre (αρσ. επίθ και ουσ) dondolìo (ουσ αρσ )
dominazióne (θηλ.ουσ) dóndolo (ουσ αρσ )
domineddìo (ουσ αρσ ) dondolóne (αρσ. επίθ και ουσ)
dominicàle (θηλ. επίθ και ουσ) dongiovannésco (επίθ.)
dominicàno (αρσ. επίθ και ουσ) dongiovànni (ουσ αρσ )
domìnio (ουσ αρσ ) dònna (θηλ.ουσ)
dòmino (ουσ αρσ ) donnàccia (θηλ.ουσ)
dòmma (ουσ αρσ ) donnaiòlo (ουσ αρσ )
dòmo (ουσ αρσ ) donnaiuòlo (ουσ αρσ )
dómo, dòmo (επίθ.) donnésco (επίθ.)
dòn (ουσ αρσ ) donnicciòla (θηλ.ουσ)
donànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) donnìna (θηλ.ουσ)
donàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) donnìno (ουσ αρσ )
donàrsi (ρ. μ. αμτβ.) dònnola, dónnola (θηλ.ουσ)
donatàrio (ουσ αρσ ) dóno (ουσ αρσ )
donatìvo (ουσ αρσ ) donzèlla (θηλ.ουσ)
donatóre (ουσ αρσ ) donzèllo (ουσ αρσ )
donazióne (θηλ.ουσ) doping (ουσ αρσ )
donchisciòtte (ουσ αρσ ) dópo, dòpo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: