Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crawlìsta (ουσ αρσ και θηλ.) creditìzio (επίθ.)
creànza (θηλ.ουσ) crédito (ουσ αρσ )
creàre (ρ. μτβ.) creditóre (ουσ αρσ )
creatìna (θηλ.ουσ) creditóre (επίθ.)
creatinìna (θηλ.ουσ) crèdo (ουσ αρσ )
creatività (θηλ.ουσ) credulità (θηλ.ουσ)
creatìvo (ουσ αρσ ) crèdulo (επίθ.)
creatìvo (επίθ.) credulóne (αρσ. επίθ και ουσ)
creàto (ουσ αρσ ) crèma (θηλ.ουσ)
creàto (επίθ.) crèma (επίθ.)
creatóre (ουσ αρσ ) cremaglièra (θηλ.ουσ)
creatóre (επίθ.) cremàre (ρ. μτβ.)
creatùra (θηλ.ουσ) crematóio (ουσ αρσ )
creazióne (θηλ.ουσ) crematóio (επίθ.)
credènte (ουσ αρσ ) crematòrio (ουσ αρσ )
credènte (επίθ.) crematòrio (επίθ.)
credènza (θηλ.ουσ) cremazióne (θηλ.ουσ)
credenziàle (θηλ.ουσ) crème (θηλ.ουσ)
credenziàle (επίθ.) cremìno (ουσ αρσ )
credenzière (ουσ αρσ ) crèmisi (αρσ. επίθ και ουσ)
crédere (ουσ αρσ ) cremisìno (ουσ αρσ )
crédere (ρ.αμτβ.) cremisìno (επίθ.)
crédersi (ρ. μ. αμτβ.) Cremlìno (κύρ.όν. αρσ.)
credìbile (επίθ.) cremlinologìa (θηλ.ουσ)
credibilità (θηλ.ουσ) cremlinòlogo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: