Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


creatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kreaˈtura]

το δημιούργημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  creatore creazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

creativo (επίθ.)
creato (ουσ αρσ )
creato (επίθ.)
creatore (ουσ αρσ )
creatore (επίθ.)
creatura (θηλ.ουσ)
creazione (θηλ.ουσ)
credente (ουσ αρσ )
credente (επίθ.)
credenza (θηλ.ουσ)
credenziale (θηλ.ουσ)
credenziale (επίθ.)
credenziere (ουσ αρσ )
credere (ουσ αρσ )
credere (ρ.αμτβ.)
credersi (ρ. μ. αμτβ.)
credibile (επίθ.)
credibilità (θηλ.ουσ)
creditizio (επίθ.)
credito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---