Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcreatìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kreaˈtivo] 1 δημιουργός 2 κάτοχος πνευματικού δικαιώματος creatìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kreaˈtivo] δημιουργικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |