Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


creànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kreˈantsa]

1 συμπεριφορά
2 ευγένεια
3 τρόποι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crawlista creare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crauti (ουσ αρσ πληθ.)
cravatta (θηλ.ουσ)
cravattaio (ουσ αρσ )
crawl (ουσ αρσ )
crawlista (ουσ αρσ και θηλ.)
creanza (θηλ.ουσ)
creare (ρ. μτβ.)
creatina (θηλ.ουσ)
creatinina (θηλ.ουσ)
creatività (θηλ.ουσ)
creativo (ουσ αρσ )
creativo (επίθ.)
creato (ουσ αρσ )
creato (επίθ.)
creatore (ουσ αρσ )
creatore (επίθ.)
creatura (θηλ.ουσ)
creazione (θηλ.ουσ)
credente (ουσ αρσ )
credente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---