Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


creazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kreatˈtsjone]

1 διορισμός
2 παραγωγή
3 ίδρυση
4 δημιούργημα
5 σύσταση
6 γένεση
7 δημιουργία
8 γενεσιουργία
9 πλάση
10 σχηματισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  creatura credente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

creato (ουσ αρσ )
creato (επίθ.)
creatore (ουσ αρσ )
creatore (επίθ.)
creatura (θηλ.ουσ)
creazione (θηλ.ουσ)
credente (ουσ αρσ )
credente (επίθ.)
credenza (θηλ.ουσ)
credenziale (θηλ.ουσ)
credenziale (επίθ.)
credenziere (ουσ αρσ )
credere (ουσ αρσ )
credere (ρ.αμτβ.)
credersi (ρ. μ. αμτβ.)
credibile (επίθ.)
credibilità (θηλ.ουσ)
creditizio (επίθ.)
credito (ουσ αρσ )
creditore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---