Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


credibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kredibiliˈta]

1 φερεγγυότητα
2 αξιόχρεο
3 πίστη
4 αξιοπιστία
5 εμπιστοσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  credibile creditizio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

credenziere (ουσ αρσ )
credere (ουσ αρσ )
credere (ρ.αμτβ.)
credersi (ρ. μ. αμτβ.)
credibile (επίθ.)
credibilità (θηλ.ουσ)
creditizio (επίθ.)
credito (ουσ αρσ )
creditore (ουσ αρσ )
creditore (επίθ.)
credo (ουσ αρσ )
credulità (θηλ.ουσ)
credulo (επίθ.)
credulone (αρσ. επίθ και ουσ)
crema (θηλ.ουσ)
crema (επίθ.)
cremagliera (θηλ.ουσ)
cremare (ρ. μτβ.)
crematoio (ουσ αρσ )
crematoio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---