Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crèma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkrɛma]

η κρέμα

crèma  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkrɛma]

κρεμ χρώματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  credulone cremagliera  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


crema [θηλ.] autoabbronzante = η κρέμα αυτομαυρίσματος || crema [θηλ.] di yogurt e cetrioli = το τζατζίκι || crema [θηλ.] idratante = η υδατική κρέμα || crema [θηλ.] solare = η αντηλιακή κρέμα || un gelato [αρσ.] alla crema = ένα παγωτό κρέμα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

creditore (επίθ.)
credo (ουσ αρσ )
credulità (θηλ.ουσ)
credulo (επίθ.)
credulone (αρσ. επίθ και ουσ)
crema (θηλ.ουσ)
crema (επίθ.)
cremagliera (θηλ.ουσ)
cremare (ρ. μτβ.)
crematoio (ουσ αρσ )
crematoio (επίθ.)
crematorio (ουσ αρσ )
crematorio (επίθ.)
cremazione (θηλ.ουσ)
creme (θηλ.ουσ)
cremino (ουσ αρσ )
cremisi (αρσ. επίθ και ουσ)
cremisino (ουσ αρσ )
cremisino (επίθ.)
Cremlino (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---