Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcremaglièra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kremaʎˈʎɛra] 1 κρεμαγιέρα 2 μπάρα με δόντια για γρανάζια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |