ItalianoGreco


crematóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kremaˈtojo]

1 αποτεφρωτής
2 κρεματόριο αποτέφρωσης

crematóio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kremaˈtojo]

αποτεφρωτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---