Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crematóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kremaˈtojo]

1 αποτεφρωτής
2 κρεματόριο αποτέφρωσης

crematóio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kremaˈtojo]

αποτεφρωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cremare crematorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

credulone (αρσ. επίθ και ουσ)
crema (θηλ.ουσ)
crema (επίθ.)
cremagliera (θηλ.ουσ)
cremare (ρ. μτβ.)
crematoio (ουσ αρσ )
crematoio (επίθ.)
crematorio (ουσ αρσ )
crematorio (επίθ.)
cremazione (θηλ.ουσ)
creme (θηλ.ουσ)
cremino (ουσ αρσ )
cremisi (αρσ. επίθ και ουσ)
cremisino (ουσ αρσ )
cremisino (επίθ.)
Cremlino (κύρ.όν. αρσ.)
cremlinologia (θηλ.ουσ)
cremlinologo (ουσ αρσ )
cremore (ουσ αρσ )
cremortartaro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---