ItalianoGreco


credulóne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kreduˈlone]

1 εύπιστος
2 χαζούλιακας
3 κορόιδο
4 αγαθός
5 ευμετάπειστος
6 αφελής
7 μωρόπιστος
8 ευκολόπιστος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---