Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cremóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kreˈmore]

1 εκχύλισμα
2 κρέμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cremlinologo cremortartaro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cremisino (ουσ αρσ )
cremisino (επίθ.)
Cremlino (κύρ.όν. αρσ.)
cremlinologia (θηλ.ουσ)
cremlinologo (ουσ αρσ )
cremore (ουσ αρσ )
cremortartaro (ουσ αρσ )
cremoso (επίθ.)
cren (ουσ αρσ )
crenno (ουσ αρσ )
creolina (θηλ.ουσ)
creolo (αρσ. επίθ και ουσ)
creosoto (ουσ αρσ )
crepa (θηλ.ουσ)
crepaccio (ουσ αρσ )
crepacuore (ουσ αρσ )
crepare (ρ.αμτβ.)
crepatura (θηλ.ουσ)
crêpe (θηλ.ουσ)
crepitare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---