Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrepacuòre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,krɛpaˈkwɔre] 1 συντριπτική θλίψη 2 ραγισμένη καρδιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |