Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrepàccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kreˈpatʧo] 1 χαραγή 2 ρωγμή βαθιά 3 ράγισμα 4 σχισμάδα 5 σχισμή 6 σκίσιμο 7 σχισματιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |