Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crepàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kreˈpatʧo]

1 χαραγή
2 ρωγμή βαθιά
3 ράγισμα
4 σχισμάδα
5 σχισμή
6 σκίσιμο
7 σχισματιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crepa crepacuore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crenno (ουσ αρσ )
creolina (θηλ.ουσ)
creolo (αρσ. επίθ και ουσ)
creosoto (ουσ αρσ )
crepa (θηλ.ουσ)
crepaccio (ουσ αρσ )
crepacuore (ουσ αρσ )
crepare (ρ.αμτβ.)
crepatura (θηλ.ουσ)
crêpe (θηλ.ουσ)
crepitare (ρ.αμτβ.)
crepitazione (θηλ.ουσ)
crepitio (ουσ αρσ )
crepito (ουσ αρσ )
crepuscolare (αρσ. επίθ και ουσ)
crepuscolarismo (ουσ αρσ )
crepuscolo (ουσ αρσ )
crescendo (ουσ αρσ )
crescente (ουσ αρσ )
crescente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---