Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crèolo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkrɛolo]

Κρεολός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  creolina creosoto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cremortartaro (ουσ αρσ )
cremoso (επίθ.)
cren (ουσ αρσ )
crenno (ουσ αρσ )
creolina (θηλ.ουσ)
creolo (αρσ. επίθ και ουσ)
creosoto (ουσ αρσ )
crepa (θηλ.ουσ)
crepaccio (ουσ αρσ )
crepacuore (ουσ αρσ )
crepare (ρ.αμτβ.)
crepatura (θηλ.ουσ)
crêpe (θηλ.ουσ)
crepitare (ρ.αμτβ.)
crepitazione (θηλ.ουσ)
crepitio (ουσ αρσ )
crepito (ουσ αρσ )
crepuscolare (αρσ. επίθ και ουσ)
crepuscolarismo (ουσ αρσ )
crepuscolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---