Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcredenzière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kredenˈtsjɛre] 1 υπάλληλος τροφοδοσίας οργανισμού 2 φροντιστής αεροσκάφους 3 επιμελητής συγκέντρωσης 4 οικονομικός διαχειριστής 5 οικονόμος σπιτιού 6 τροφοδότης πλοίου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |