Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


credènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kreˈdɛnte]

πιστός

credènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kreˈdɛnte]

πιστεύων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  creazione credenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

creato (επίθ.)
creatore (ουσ αρσ )
creatore (επίθ.)
creatura (θηλ.ουσ)
creazione (θηλ.ουσ)
credente (ουσ αρσ )
credente (επίθ.)
credenza (θηλ.ουσ)
credenziale (θηλ.ουσ)
credenziale (επίθ.)
credenziere (ουσ αρσ )
credere (ουσ αρσ )
credere (ρ.αμτβ.)
credersi (ρ. μ. αμτβ.)
credibile (επίθ.)
credibilità (θηλ.ουσ)
creditizio (επίθ.)
credito (ουσ αρσ )
creditore (ουσ αρσ )
creditore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---