Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcredenziàle
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kredenˈtsjale] (al plurale: ((credenziali))) διαπιστευτήρια credenziàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kredenˈtsjale] 1 ο των διαπιστευτηρίων 2 πιστωτικός 3 διαταγή πληρωμής 4 εγγυητική επιστολή 5 διαπιστευτήρια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |