Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crédito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkredito]

η πίστωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  creditizio creditore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a credito = με πίστωση || carta [θηλ.] di credito = πιστωτική κάρτα || titolo [αρσ.] di credito = ο πιστωτικός τίτλος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

credere (ρ.αμτβ.)
credersi (ρ. μ. αμτβ.)
credibile (επίθ.)
credibilità (θηλ.ουσ)
creditizio (επίθ.)
credito (ουσ αρσ )
creditore (ουσ αρσ )
creditore (επίθ.)
credo (ουσ αρσ )
credulità (θηλ.ουσ)
credulo (επίθ.)
credulone (αρσ. επίθ και ουσ)
crema (θηλ.ουσ)
crema (επίθ.)
cremagliera (θηλ.ουσ)
cremare (ρ. μτβ.)
crematoio (ουσ αρσ )
crematoio (επίθ.)
crematorio (ουσ αρσ )
crematorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---