ItalianoGreco


crédito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkredito]

η πίστωση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a credito = με πίστωση || carta [θηλ.] di credito = πιστωτική κάρτα || titolo [αρσ.] di credito = ο πιστωτικός τίτλος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---