Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


credènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kreˈdɛntsa]

1 σκευοθήκη
2 ντουλάπι κουζίνας
3 μπουφές
4 πίστη
5 πεποίθηση
6 πίστωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  credente credenziale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

creatore (επίθ.)
creatura (θηλ.ουσ)
creazione (θηλ.ουσ)
credente (ουσ αρσ )
credente (επίθ.)
credenza (θηλ.ουσ)
credenziale (θηλ.ουσ)
credenziale (επίθ.)
credenziere (ουσ αρσ )
credere (ουσ αρσ )
credere (ρ.αμτβ.)
credersi (ρ. μ. αμτβ.)
credibile (επίθ.)
credibilità (θηλ.ουσ)
creditizio (επίθ.)
credito (ουσ αρσ )
creditore (ουσ αρσ )
creditore (επίθ.)
credo (ουσ αρσ )
credulità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---