Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cràuti  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [ˈkrawti]

1 ψιλοκομμένο λάχανο τουρσί
2 ξινολάχανο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  craterico cravatta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crapulone (αρσ. επίθ και ουσ)
crasi (θηλ.ουσ)
crasso (αρσ. επίθ και ουσ)
cratere (ουσ αρσ )
craterico (επίθ.)
crauti (ουσ αρσ πληθ.)
cravatta (θηλ.ουσ)
cravattaio (ουσ αρσ )
crawl (ουσ αρσ )
crawlista (ουσ αρσ και θηλ.)
creanza (θηλ.ουσ)
creare (ρ. μτβ.)
creatina (θηλ.ουσ)
creatinina (θηλ.ουσ)
creatività (θηλ.ουσ)
creativo (ουσ αρσ )
creativo (επίθ.)
creato (ουσ αρσ )
creato (επίθ.)
creatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---