Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

connettóre (ουσ αρσ ) conquìdere (ρ. μτβ.)
connivènte (ουσ αρσ και θηλ.) conquìsta (θηλ.ουσ)
connivènte (επίθ.) conquistàbile (επίθ.)
connivènza (θηλ.ουσ) conquistador (ουσ αρσ )
connotàto (ουσ αρσ ) conquistàre (ρ. μτβ.)
connotazióne (θηλ.ουσ) conquistatóre (ουσ αρσ )
connùbio (ουσ αρσ ) conquistatóre (επίθ.)
còno (ουσ αρσ ) consacràbile (επίθ.)
conòcchia (θηλ.ουσ) consacrànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conoidàle (επίθ.) consacràre (ρ. μτβ.)
conòide (ουσ αρσ και θηλ.) consacràrsi (ρ. μ. αμτβ.)
conopèo (ουσ αρσ ) consacràto (επίθ.)
conoscènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) consacratóre (ουσ αρσ )
conoscènza (θηλ.ουσ) consacratóre (επίθ.)
conóscere (ρ. μτβ.) consacrazióne (θηλ.ουσ)
conóscersi (ρ. μ. αμτβ.) consanguineità (θηλ.ουσ)
conoscìbile (αρσ. επίθ και ουσ) consanguìneo (ουσ αρσ )
conoscibilità (θηλ.ουσ) consanguìneo (επίθ.)
conosciménto (ουσ αρσ ) consapévole (επίθ.)
conoscitìvo (επίθ.) consapevolézza (θηλ.ουσ)
conoscitóre (ουσ αρσ ) consapevolménte (επίρ.)
conosciùto (ουσ αρσ ) cònscio (αρσ. επίθ και ουσ)
conosciùto (επίθ.) consecutìva (θηλ.ουσ)
conquassàre (ρ. μτβ.) consecutivaménte (επίρ.)
conquìbus (ουσ αρσ ) consecutìvo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: