Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

borbottìo (ουσ αρσ ) borghétto (ουσ αρσ )
borbottóne (ουσ αρσ ) borghigiàno (αρσ. επίθ και ουσ)
bòrchia (θηλ.ουσ) bórgo (ουσ αρσ )
bordàme (ουσ αρσ ) borgognóne (ουσ αρσ )
bordàre (ρ. μτβ.) borgognóne (επίθ.)
bordàta (θηλ.ουσ) borgomàstro (ουσ αρσ )
bordatìno (ουσ αρσ ) bòria (θηλ.ουσ)
bordatrìce (θηλ.ουσ) boriàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
bordatùra (θηλ.ουσ) bòrico (επίθ.)
bordeggiàre (ρ.αμτβ.) boriosità (θηλ.ουσ)
bordéggio (ουσ αρσ ) borióso (αρσ. επίθ και ουσ)
bordellière (ουσ αρσ ) bòro (ουσ αρσ )
bordèllo (ουσ αρσ ) borotàlco (ουσ αρσ )
borderò (ουσ αρσ ) bórra (θηλ.ουσ)
bordìno (ουσ αρσ ) borràccia (θηλ.ουσ)
bórdo (ουσ αρσ ) borraccìna (θηλ.ουσ)
bordolése (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) borràggine (θηλ.ουσ)
bordóne (ουσ αρσ ) bórsa (θηλ.ουσ)
bordùra (θηλ.ουσ) borsaiòlo (ουσ αρσ )
bòrea (ουσ αρσ ) borsanéra (ουσ αρσ και θηλ.)
boreàle (επίθ.) borsanerìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
borgàta (θηλ.ουσ) borseggiàre (ρ. μτβ.)
borghése, borghése (ουσ αρσ και θηλ.) borseggiatóre (ουσ αρσ )
borghése, borghése (επίθ.) borséggio (ουσ αρσ )
borghesìa, borghesìa (θηλ.ουσ) borsellìno (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: