Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


borgognóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [borgoɲˈɲone]

1 παγόβουνο
2 κάτοικος της Βουργουνδίας

borgognóne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [borgoɲˈɲone]

ο της Βουργουνδίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  borgo borgomastro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

borghese (επίθ.)
borghesia (θηλ.ουσ)
borghetto (ουσ αρσ )
borghigiano (αρσ. επίθ και ουσ)
borgo (ουσ αρσ )
borgognone (ουσ αρσ )
borgognone (επίθ.)
borgomastro (ουσ αρσ )
boria (θηλ.ουσ)
boriarsi (ρ. μ. αμτβ.)
borico (επίθ.)
boriosità (θηλ.ουσ)
borioso (αρσ. επίθ και ουσ)
boro (ουσ αρσ )
borotalco (ουσ αρσ )
borra (θηλ.ουσ)
borraccia (θηλ.ουσ)
borraccina (θηλ.ουσ)
borraggine (θηλ.ουσ)
borsa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---