Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόborghése, borghése
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [borˈgese], [borˈgeze] ο αστικός, ο μπουρζουάς borghése, borghése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [borˈgese], [borˈgeze] αστικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαin borghese = με πολιτικά || poliziotto [αρσ.] in borghese = ο αστυνόμος με πολιτικά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |