Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bòrea  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbɔrea]

1 βοριάς
2 βόρειος άνεμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bordura boreale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bordino (ουσ αρσ )
bordo (ουσ αρσ )
bordolese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
bordone (ουσ αρσ )
bordura (θηλ.ουσ)
borea (ουσ αρσ )
boreale (επίθ.)
borgata (θηλ.ουσ)
borghese (ουσ αρσ και θηλ.)
borghese (επίθ.)
borghesia (θηλ.ουσ)
borghetto (ουσ αρσ )
borghigiano (αρσ. επίθ και ουσ)
borgo (ουσ αρσ )
borgognone (ουσ αρσ )
borgognone (επίθ.)
borgomastro (ουσ αρσ )
boria (θηλ.ουσ)
boriarsi (ρ. μ. αμτβ.)
borico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---