Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bordìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [borˈdino]

1 γαρνίρισμα
2 αυλακωτό διακοσμητικό τοίχου
3 φλάντζα τροχού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  borderò bordo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bordeggiare (ρ.αμτβ.)
bordeggio (ουσ αρσ )
bordelliere (ουσ αρσ )
bordello (ουσ αρσ )
borderò (ουσ αρσ )
bordino (ουσ αρσ )
bordo (ουσ αρσ )
bordolese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
bordone (ουσ αρσ )
bordura (θηλ.ουσ)
borea (ουσ αρσ )
boreale (επίθ.)
borgata (θηλ.ουσ)
borghese (ουσ αρσ και θηλ.)
borghese (επίθ.)
borghesia (θηλ.ουσ)
borghetto (ουσ αρσ )
borghigiano (αρσ. επίθ και ουσ)
borgo (ουσ αρσ )
borgognone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---