Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbordìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [borˈdino] 1 γαρνίρισμα 2 αυλακωτό διακοσμητικό τοίχου 3 φλάντζα τροχού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |