Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbordellière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bordelˈljɛre] 1 πόρνος 2 πουτανιάρης 3 μπουρδελιάρης 4 θαμώνας πορνείου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |