Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbordéggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [borˈdedʤo] 1 λοξοδρομία (ιστιοφόρου) 2 κίνηση ζιγκ-ζαγκ στη θάλασσα (ιστιοφόρου) 3 αλλαγή πορείας με μπαντάρισμα πανιών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |