bordàta
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [borˈdata]
1 αλλαγή πορείας με μπαντάρισμα πανιών
2 κίνηση ζιγκ-ζαγκ στη θάλασσα (ιστιοφόρου)
3 ομοβροντία (για κανόνια)
4 λοξοδρομία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [borˈdata]
1 αλλαγή πορείας με μπαντάρισμα πανιών
2 κίνηση ζιγκ-ζαγκ στη θάλασσα (ιστιοφόρου)
3 ομοβροντία (για κανόνια)
4 λοξοδρομία
permalink
bordata (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android