Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bordàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [borˈdata]

1 αλλαγή πορείας με μπαντάρισμα πανιών
2 κίνηση ζιγκ-ζαγκ στη θάλασσα (ιστιοφόρου)
3 ομοβροντία (για κανόνια)
4 λοξοδρομία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bordare bordatino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

borbottio (ουσ αρσ )
borbottone (ουσ αρσ )
borchia (θηλ.ουσ)
bordame (ουσ αρσ )
bordare (ρ. μτβ.)
bordata (θηλ.ουσ)
bordatino (ουσ αρσ )
bordatrice (θηλ.ουσ)
bordatura (θηλ.ουσ)
bordeggiare (ρ.αμτβ.)
bordeggio (ουσ αρσ )
bordelliere (ουσ αρσ )
bordello (ουσ αρσ )
borderò (ουσ αρσ )
bordino (ουσ αρσ )
bordo (ουσ αρσ )
bordolese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
bordone (ουσ αρσ )
bordura (θηλ.ουσ)
borea (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---