Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόborbottìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [borbotˈtio] 1 ψίθυρος 2 γκρίνια 3 μουρμούρισμα 4 μουρμουρητό 5 μουρμούρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |