Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


borbottaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [borbottaˈmento]

1 γουργουρητό
2 μουρμούρισμα
3 βουητό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  borboglio borbottare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bora (θηλ.ουσ)
borace (ουσ αρσ )
borato (ουσ αρσ )
borbogliare (ρ.αμτβ.)
borboglio (ουσ αρσ )
borbottamento (ουσ αρσ )
borbottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
borbottio (ουσ αρσ )
borbottone (ουσ αρσ )
borchia (θηλ.ουσ)
bordame (ουσ αρσ )
bordare (ρ. μτβ.)
bordata (θηλ.ουσ)
bordatino (ουσ αρσ )
bordatrice (θηλ.ουσ)
bordatura (θηλ.ουσ)
bordeggiare (ρ.αμτβ.)
bordeggio (ουσ αρσ )
bordelliere (ουσ αρσ )
bordello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---