Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόborbottaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [borbottaˈmento] 1 γουργουρητό 2 μουρμούρισμα 3 βουητό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |