Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


borboglìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [borboʎˈʎio]

γουργουρητό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  borbogliare borbottamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bonzo (ουσ αρσ )
bora (θηλ.ουσ)
borace (ουσ αρσ )
borato (ουσ αρσ )
borbogliare (ρ.αμτβ.)
borboglio (ουσ αρσ )
borbottamento (ουσ αρσ )
borbottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
borbottio (ουσ αρσ )
borbottone (ουσ αρσ )
borchia (θηλ.ουσ)
bordame (ουσ αρσ )
bordare (ρ. μτβ.)
bordata (θηλ.ουσ)
bordatino (ουσ αρσ )
bordatrice (θηλ.ουσ)
bordatura (θηλ.ουσ)
bordeggiare (ρ.αμτβ.)
bordeggio (ουσ αρσ )
bordelliere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---