Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bónzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbondzo]

βουδιστής μοναχός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bontempone bora  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bonifico (ουσ αρσ )
bonomia (θηλ.ουσ)
bonsai (ουσ αρσ )
bontà (θηλ.ουσ)
bontempone (αρσ. επίθ και ουσ)
bonzo (ουσ αρσ )
bora (θηλ.ουσ)
borace (ουσ αρσ )
borato (ουσ αρσ )
borbogliare (ρ.αμτβ.)
borboglio (ουσ αρσ )
borbottamento (ουσ αρσ )
borbottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
borbottio (ουσ αρσ )
borbottone (ουσ αρσ )
borchia (θηλ.ουσ)
bordame (ουσ αρσ )
bordare (ρ. μτβ.)
bordata (θηλ.ουσ)
bordatino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---