Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbórdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbordo] 1 το ρέλι 2 (estremità) η άκρη 3 (di nave) το κατάστωμα 4 (di strada) το κράσπεδο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαessere a bordo (nave, aereo) = είμαι πάνω (σε πλοίο, σε αεροπλάνο) || salire a bordo (nave, aereo) = ανεβαίνω (σε πλοίο, σε αεροπλάνο) Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |