Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

azzurrìte (θηλ.ουσ) baccanàle (αρσ. επίθ και ουσ)
azzùrro (ουσ αρσ ) baccàno (ουσ αρσ )
azzùrro (επίθ.) baccànte (θηλ.ουσ)
azzurrògnolo, azzurrógnolo (επίθ.) baccarà (ουσ αρσ )
babà (ουσ αρσ ) baccelieràto (ουσ αρσ )
babàu (ουσ αρσ ) baccellière (ουσ αρσ )
babbèo (ουσ αρσ ) baccèllo (ουσ αρσ )
babbèo (επίθ.) baccellóne (αρσ. επίθ και ουσ)
bàbbo (ουσ αρσ ) bacchétta (θηλ.ουσ)
babbuàsso (ουσ αρσ ) bacchettàre (ρ. μτβ.)
babbùccia (θηλ.ουσ) bacchettàta (θηλ.ουσ)
babbuìno (ουσ αρσ ) bacchétto (ουσ αρσ )
babèle (θηλ.ουσ) bacchettóne (ουσ αρσ )
babèlico (επίθ.) bacchettonerìa (θηλ.ουσ)
babilonése (αρσ. επίθ και ουσ) bacchiàre (ρ. μτβ.)
babilònia (θηλ.ουσ) bacchiàta (θηλ.ουσ)
babórdo (ουσ αρσ ) bacchiatùra (θηλ.ουσ)
babysitteràggio (ουσ αρσ ) bàcchico (επίθ.)
bacalare (ουσ αρσ ) bàcchio (ουσ αρσ )
bacàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) baccifórme (επίθ.)
bacàrsi (ρ. μ. αμτβ.) bàcco (ουσ αρσ )
bàcca (θηλ.ουσ) bachèca (θηλ.ουσ)
baccalà (ουσ αρσ ) bachelìte (θηλ.ουσ)
baccalàre (ουσ αρσ ) bacheròzzo (ουσ αρσ )
baccalaureàto (ουσ αρσ ) bacheròzzolo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: