Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbabbèo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [babˈbɛo] 1 χοντροκέφαλος 2 ζωντόβολο 3 βλακόμουτρο babbèo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [babˈbɛo] 1 ανεγκέφαλος 2 ηλίθιος 3 βλάκας 4 ανόητος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |