Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bacheròzzolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bakeˈrɔttsolo]

1 κάμπια
2 σκουλήκι
3 κατσαρίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bacherozzo bachicoltore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bacciforme (επίθ.)
bacco (ουσ αρσ )
bacheca (θηλ.ουσ)
bachelite (θηλ.ουσ)
bacherozzo (ουσ αρσ )
bacherozzolo (ουσ αρσ )
bachicoltore (ουσ αρσ )
bachicoltura (θηλ.ουσ)
baciamano (ουσ αρσ )
baciapile (ουσ αρσ και θηλ.)
baciare (ρ. μτβ.)
baciarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
bacile (ουσ αρσ )
bacillare (επίθ.)
bacilliforme (επίθ.)
bacillo (ουσ αρσ )
bacinella (θηλ.ουσ)
bacinetto (ουσ αρσ )
bacino (ουσ αρσ )
bacio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---