Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbacheròzzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bakeˈrɔttso] 1 κάμπια 2 σκουλήκι 3 κατσαρίδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |