Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bacinétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [baʧiˈnetto]

1 μικρή λεκάνη
2 νεφρική πύελος
3 πυελική κοιλότητα
4 πύελος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bacinella bacino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bacile (ουσ αρσ )
bacillare (επίθ.)
bacilliforme (επίθ.)
bacillo (ουσ αρσ )
bacinella (θηλ.ουσ)
bacinetto (ουσ αρσ )
bacino (ουσ αρσ )
bacio (ουσ αρσ )
bacio (επίθ.)
baciucchiare (ρ. μτβ.)
baco (ουσ αρσ )
bacologia (θηλ.ουσ)
bacologico (επίθ.)
bacologo (ουσ αρσ )
bacterio (ουσ αρσ )
bacucco (ουσ αρσ )
badalone (ουσ αρσ )
badaluccare (ρ. μτβ.)
badalucco (ουσ αρσ )
badare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---