Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbàcio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbaʧo] 1 σκαστό φιλί 2 ασπασμός 3 φίλημα 4 φιλί bacìo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [baˈʧio] το φιλί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |