Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbacìllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [baˈʧillo] 1 βάκιλος 2 μικρόβιο 3 βακτηρίδιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |