Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bactèrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bakˈtɛrjo]

βακτηρίδιο (χρησιμοποίησε καλύτερα batterio)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bacologo bacucco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

baciucchiare (ρ. μτβ.)
baco (ουσ αρσ )
bacologia (θηλ.ουσ)
bacologico (επίθ.)
bacologo (ουσ αρσ )
bacterio (ουσ αρσ )
bacucco (ουσ αρσ )
badalone (ουσ αρσ )
badaluccare (ρ. μτβ.)
badalucco (ουσ αρσ )
badare (ρ.αμτβ.)
badessa (θηλ.ουσ)
badia (θηλ.ουσ)
badiale (επίθ.)
badilante (ουσ αρσ και θηλ.)
badilata (θηλ.ουσ)
badile (ουσ αρσ )
baffettino (ουσ αρσ )
baffetto (ουσ αρσ )
baffo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---