Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


badiàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [badiˈale]

1 ηγεμονικός
2 καλόκαρδος
3 υπερμεγέθης
4 ηγουμενικός
5 τεράστιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  badia badilante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

badaluccare (ρ. μτβ.)
badalucco (ουσ αρσ )
badare (ρ.αμτβ.)
badessa (θηλ.ουσ)
badia (θηλ.ουσ)
badiale (επίθ.)
badilante (ουσ αρσ και θηλ.)
badilata (θηλ.ουσ)
badile (ουσ αρσ )
baffettino (ουσ αρσ )
baffetto (ουσ αρσ )
baffo (ουσ αρσ )
baffone (ουσ αρσ )
baffuto (επίθ.)
bagagliaio (ουσ αρσ )
bagaglio (ουσ αρσ )
bagarinaggio (ουσ αρσ )
bagarino (ουσ αρσ )
bagascia (θηλ.ουσ)
bagattella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---